- αναδούλωση
- η [αναδουλώνω]η εκ νέου υποδούλωση, ξανασκλάβωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδουλώνω — (Α ἀναδουλῶ, όω) υποδουλώνω εκ νέου, επαναφέρω στην υποδούλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δουλῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδούλωση] … Dictionary of Greek